- γίγγλυμον
- γίγγλυμοςhingemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γιγγλυμωτός — γιγγλυμωτός, ή, όν (Α) [γίγγλυμος] 1. συναρμοσμένος με γίγγλυμον 2. φρ. «γιγγλυμωτόν φίλημα» ρουφηχτό, περιπαθές φιλί … Dictionary of Greek